Σε αυτό το άρθρο,περιγραφονται οι διαφορετικές συμπεριφορικές παρεμβασεις στο προβλήμα της παχυσαρκίας , συγκεκριμένα, εκείνες που εχουν ως στόχους (α) το σωματικό βάρος , (β) τους παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και την υγεία και (γ) τους ψυχολογικους παράγοντες, όπως η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθηση, καθώς και το ρατσισμο και κοινωνικο αποκλεισμο που βιωνουν τα άτομα που πασχουν απο παχυσαρκια. Για κάθε έναν από αυτούς τους στόχους των αλλαγών, εξετάζονται προσεγγίσεις τόσο για ατομικές αλλά και ομαδικές παρεμβάσεις που εχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα.



Η παχυσαρκία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο σε μια σειρα παθήσεων, όπως υπέρταση, δυσλιπιδιμια, σακχαρώδη διαβήτη, πέτρα στη χολή, οστεοαρθρίτιδα, πόνο χαμηλά στην πλάτη, στειρότητα και άλλες παθήσεις (Pi-Sunyer, 1991, 1993, 1995). Επιπλέον, οι παχύσαρκοι άνθρωποι τείνουν να έχουν υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας από τους ανθρώπους με κανονικό βάρος (Troiano, Frongillo,, Sobal, & Levitsky 1996). Ωστόσο, τα προβλήματα της παχυσαρκίας δεν περιορίζονται μονο σε ιατρικά. Υπάρχουν, επίσης, ψυχολογικά προβλήματα (Friedman & Brownell, 1995, Stunkard & Wadden, 1992). Μεταξύ ορισμένων ομάδων, η παχυσαρκία σχετίζεται με μειωμένη αυτοεκτίμηση (Davis, Wheeler, και Willy, 1987, Μέντελσον & White, 1985, Stein, 1987). Επιπλέον, μεταξύ σχεδόν όλων των ομάδων, η παχυσαρκία σχετίζεται με χαμηλή εκτίμηση της εικόνας του σώματος .(Friedman & Brownell, 1995).

Επίσης, υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι και οι επαγγελματίες υγείας κρατούν υποτιμητική στάση απέναντι στα παχύσαρκα άτομα (Bray,York, & Delany, 1992, Liese, 1986). Τέλος, παρόλο που η αιτιολογία είναι άγνωστη, υπάρχουν ενδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, κατά μέσο όρο, τα παχύσαρκα άτομα μπορεί να έχουν ακόμη και δυσλειτουργίες σε ορισμένες κοινωνικές δεξιότητες (Miller, Rothblum, Barbour, Brand, και Felicio, 1990).Επιπλέον, σχεδόν σε κάθε ηλικία, φυλή,ή και φύλο, η παχυσαρκία βρίσκεται σε άνοδο (Kuczmarski et al., 1994). Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό για τα παιδιά (Troiano, Flegal, Kuczmarski, Κάμπελ, & Johnson, 1995). Πρόσφατες έρευνες σε παιδιά έδειξαν ότι τα παιδιά σήμερα είναι πολύ πιο παχύσαρκα από τα πιο παχύσαρκα παιδιά πριν από 20 χρόνια (Troiano et al., 1996).

Τονίζουμε τη λέξη προβλήματα (πληθυντικός) και όχι το πρόβλημα (ενικός) για να επισημάνουμε ότι η παχυσαρκία σχετίζεται με πολλές δυσκολίες. Κάθε μια από αυτές τις δυσκολίες αποτελεί δυνητικό στόχο για παρέμβαση. Οι τύποι παρεμβάσεων που θα εξετάσουμε εδώ είναι συμπεριφοριστικοί.

Στην παχυσαρκια επιβαλλεται να προώθηθούν παρεμβάσεις με βασικό στόχο την τροποποίηση – κινητοποίηση των διατροφικων συνηθειών και της σωματικής άσκησης, αλλά χωρίς ο απαραίτητος στόχος να είναι η μείωση του βάρους.Δεν μπορούμε να απαιτούμε απο κάποιον που είναι παχύσαρκος για το μεγαλυτερο μέρος της ζωής του να γινει ξαφνικά λεπτός, μπορούμε όμως να τον στηρίξουμε να είναι υγιής και λειτουργικός. Άλλωστε αυτό το δικαιούται.Η αλλαγή νοοτροπίας και βασικών πεποιθήσεων που αφορούν στον εαυτό, το περιβάλλον και την κοινωνικότητα αποβλέπουν στο να κάνουν πιο ισχυρό το άτομο στην αντιμετώπιση του ρατσισμού με στόχο την ενισχυμένη αυτοεκτίμηση. Όλοι αξίζουμε σαν άτομα και ως οντότητες, το να ειναι κάποιος παχύσαρκος δεν σημαίνει οτι δεν είναι ικανός και αξιοσέβαστος.Σε κοινωνικό επίπεδο καλούμαστε να διαφοροποιηθούμε απο τις πρακτικές του χτες, με το να διορθώνουμε και να ασκούμε κριτική δεν αλλάζουμε το πρόβλημα αντιθέτως το ενισχύουμε.Το πρόβλημα της παχυσαρκίας θεωρείται ότι θα γίνει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα κοινωνικού χαρακτήρα της δεκαετίας.Το περασμένο αιώνα, τη δεκατία του ‘60, εφαρμοζόταν η θεωρία μάθησης που βασιζόταν στην αλλαγή των κακών διατροφικών συμπεριφορών με έλεγχο στα εξωτερικά ερεθίσματα (π.χ. αποθήκευση τρόφιμων σε μη ορατό σημείο, χρήση μικρότερων πιάτων κλπ), και αυτο-ελέγχου (π.χ. μασώντας αργά, αφήνοντας φαγητό στο πιάτο, να σηκωνεσαι απο το τραπέζι χωρίς να καταναλώσεις την μερίδα που πρέπει κλπ – Stunkard & Berthold, 1985).

Η απλοϊκή η σκέψη του ότι η παχυσαρκία είναι απλώς μια συνέπεια των κακών διατροφικών συνήθειών και της συντήρησης της απο το περιβάλλον
συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκατίες. (Wing, 1992, Wooley, Wooley, & Dyrenforth, 1979). Η προσέγγιση με γνώμονα τις προσωπικες διαφορές όπως την γενετική προδιαθέση, τη βιολογική επιδράση, ή τις μεταβολικές διεργασίες ήταν ελάχιστες. Έμφαση δόθηκε στη χρήση συμπεριφοριστικών τεχνικών για να περιοριοριστεί η κατανάλωση θερμίδων και να προκαλέσει αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο με στόχο την απώλεια βάρους.

Η παχυσαρκία είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που επηρεάζεται από ποικιλία γενετικών, βιολογικών , ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων (Brownell & Wadden, 1992). Σε μια κοινωνία έτοιμου φαγητού που είναι πλούσιο σε ενεργειακή πυκνότητα και χαμηλό κόστος και χωρίς να είμαστε προετοιμασμένοι να το χειριστούμε σε συνδυασμό με μια αύξηση του καθιστικού τρόπου ζωής, καθιστά δύσκολο το να φανταστούμε πώς οι τεχνικές αυτοσυγκράτησης, που μαθαίνονται από τη συμπεριφοριστική θεραπεία, θα μπορούσαν να έχουν μακροπρόθεσμα οφέλη. Στην ουσία, οι άνθρωποι καλούνται να ασκήσουν τις διεξιότητες συμπεριφοράς αυτοελέγχου σε ένα περιβάλλον που ενισχύει τη διάλυση αυτών ακριβώς των δεξιοτήτων.

Στη δεκαετία του 1980, πολλά προγράμματα θεραπείας άρχισαν να συνδυάζουν τις αρχές της τροποποίησης της συμπεριφοράς με διατροφή ισορροπημένη με χαληλές θερμίδες και φαρμακοθεραπεία για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας (Wadden & Bartlett, 1992, Weintraub 1992).

Η χρήση του μοντέλου πρόληψης της υποτροπής, με έμφαση στη εκπαίδευση των τεχνικών αναδόμησης έτσι ώστε να προκληθεί “βραχυκύκλωμα” στη λανθασμένη σκέψη, είχε ως σκοπό την ενίσχυση της διατήρηση της θεραπείας που προκαλεί ελάττωση βάρους. (, βλ. Brownell, Marlatt,& Wilson, 1986, Brownell & Wadden, 1986, Foreyt & Goodrick, 1993, Stunkard, 1992, Wadden & Foster, 1992) .Έτσι τα προγράμματα θεραπείας γίνονται πιο εντατικά και περιεκτικά (π.χ. εντατικός περιορισμός των θερμίδων, διατροφική εκπαίδευση, δομημένα προγράμματα ασκήσεων), παρόλο που οι έρευνες αποδεικνύουν ότι λίγοι είναι σε θέση να διατηρήσουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του βάρους που έχασαν για περισσότερο από 1 έτος. Η συντριπτική πλειοψηφία (άνω του 80%) ανακτεί το βάρος που είχε πριν τη θεραπεία ή και περισσότερο μετά από 3 χρόνια. (Wadden & Bartlett, 1992, Wadden et al, 1989.)

Όταν ο έλεγχος του βάρους γίνεται με την εμπλοκή της οικογένειας έχει επιφέρει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας. (Epstein, Valoski, Kalarchian, & McCurley, 1995,Epstein, Valoski, Wing, και McCurley, 1990, 1994). Συγκεκριμένα, σε10ετή παρακολούθηση, το 34% των παχύσαρκων παιδιών διατήρησε τη μείωση των κιλών και το 30% των παιδιών δεν ήταν πλέον υπέρβαρα. Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της θεραπείας ήταν πιο έντονα εφόσον τουλάχιστον ένας γονέας συμμετείχε ενεργά στο πρόγραμμα θεραπείας. Σε θεραπείες που εστιάζονταν μόνο στο παιδί το αποτέλεσμα ήταν να ανακτήσει το χαμένο βάρος εντός 5 ετών.

Συμπεριφοριστικές τεχνικές είναι αποτελεσματικές όταν εφαρμόζονται σε ένα περιβάλλον που υπάρχει μεγαλύτερη δυνατότητα συνεχούς ελέγχου (το σπίτι του παιδιού και το περιβάλλον του σχολείου). Με δεδομένη την αυξημένη συχνότητα της παχυσαρκίας στους νέους, συμπεριφορικές παρεμβάσεις στην παιδική ηλικία είναι μια πιθανή στρατηγική για την πρόληψη της παχυσαρκίας κατά τα επόμενα χρόνια. ( Pietrobelli, Allison, και Heymsfield, 1997 )

Στη θεωρία, τα ομαδικά προγράμματα μπορούν να προκαλέσουν πολλαπλές παρέμβασεις,είναι βασισμένα σε περισσότερες πληροφορίες και άλλα τα οποία εστιάζονται στον ελεγχο του περιβάλλοντος.Τα πιο πρόσφατα συμπεριφορικά προγράμματα θεραπείας εστιάζονται περισσότερο στη διευκόλυνση της αλλαγής του τρόπου ζωής παρά για την απώλεια βάρους .(Π.χ.,Brownell ,1994). Η λογική πίσω από αυτό είναι ότι οι αλλαγές του τρόπου ζωής (Μείωση της πρόσληψης λίπους και αύξηση της σωματικής δραστηριότητας) πρέπει να βελτιώσουν την υγεία ανεξάρτητα από την απώλεια βάρους (Brownell & Wadden, 1992). Η ιδέα εδώ είναι απλώς μία αλλαγή του στόχου της παρέμβασης έτσι ώστε παρόλο που η απώλεια βάρους είναι ευπρόσδεκτη, δεν είναι όμως ο κύριος στόχος της παρέμβασης.

Οι εναλλακτικες προσέγγισεις δίνουν έμφαση στην ψυχολογική και συναισθηματική ευεξία των παχύσαρκων ατόμων. Αντί του σωματικού λίπους, της αρτηριακής πίεσης και της χοληστερόλης, οι στόχοι της παρέμβασης εδώ, είναι οι παραγοντες, όπως η εικόνα του σώματος, της αυτοεκτίμησης και της κοινωνικής λειτουργίας. Θεωρητικές συζητήσεις για το θέμα αυτό εμφανίστηκαν σποραδικά στη βιβλιογραφία της παχυσαρκίας όλα αυτά τα χρόνια (π.χ., Connors & Melcher, 1993, Wooley, 1995). Οι Roughan, Seddon, και Vernon-Roberts (1990) μελέτησαν 87 παχύσαρκες γυναίκες για 2 χρόνια αφού έκαναν για 10-εβδομάδες θεραπευτικά προγράμματα ψυχοθεραπείας βασισμένα σε ομαδική θεραπεία, η οποία στοχεύει στην αλλαγή της διαταραγμένης διατροφικής συμπεριφοράς και την προώθηση μιας πιο θετικής εικόνας του σώματος και της εικόνας τους γενικότερα. Τα αποτελέσματα έδειξαν οτι η θεραπεία επέφερε σημαντική βελτίωση της ψυχολογίας τους και μια στατιστικά σημαντική μείωση κατά 1 μονάδα του ΒΜΙ. Το παραπάνω πρόγραμμα είναι επηρεασμένο από την προηγούμενη παρέμβαση του Cash (1991) και περιελάμβανε τα ακόλουθα :

(α) διερεύνηση των κοινωνικών συνεπειών της παχυσαρκίας,

(β) διερεύνηση των παραγόντων που προκαλούν και διατηρούν την αρνητική εικόνα του σώματος,

(γ) την εκμάθηση των ατομων στο να αντιμετωπίσουν τη εμφάνιση,

(δ) γνωστικές αναδιάρθρωσης όσον αφορά στα σχετικά με τη εμφάνιση θέματα, και

(ε) «ανάθεση αποστολών» συμπεριφοράς που επιτρέπουν σταδιακά μεγαλύτερη έκθεση του σώματος σε κοινωνικές καταστάσεις. Δυστυχώς, οι παραπάνω παρεμβάσεις δεν υλοποιούνται στην Ελλάδα, όπου η έμφαση παραμένει σε αρχικά επίπεδα διατροφικών επιλογών και άσκησης.

Η ολιστική και σφαιρική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι το επόμενο βήμα στη χώρα μας. Η εμπλοκή πολλών ειδικοτήτων θεωρείται αναγκαία, οι πεπαλαιωμένες τεχνικές που εφαρμόζονται ακόμα στην πατρίδα μας δεν αγγίζουν το πρόβλημα και έτσι τα παχύσαρκα άτομα οδηγούνται στον εγκλωβισμό του φαύλου κύκλου της αυτοκατηγορίας και προσωπικής αποτυχίας.

Μαρία Τσιάκα

Σχολιάστε

Your email address will not be published. Required fields are marked *